Ετυμολογία

επεξεργασία
αντεξετάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω

αντεξετάζομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω
  2. παραβάλλομαι με κάτι, συγκρίνομαι
  3. αναμετριέμαι
  4. (νομικός όρος) αντιδικώ με κάποιον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία