αντεξετάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντεξετάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω
Ρήμα
επεξεργασίααντεξετάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω
- παραβάλλομαι με κάτι, συγκρίνομαι
- αναμετριέμαι
- (νομικός όρος) αντιδικώ με κάποιον
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντεξετάζομαι | αντεξεταζόμουν(α) | θα αντεξετάζομαι | να αντεξετάζομαι | ||
β' ενικ. | αντεξετάζεσαι | αντεξεταζόσουν(α) | θα αντεξετάζεσαι | να αντεξετάζεσαι | (αντεξετάζου) | |
γ' ενικ. | αντεξετάζεται | αντεξεταζόταν(ε) | θα αντεξετάζεται | να αντεξετάζεται | ||
α' πληθ. | αντεξεταζόμαστε | αντεξεταζόμαστε αντεξεταζόμασταν |
θα αντεξεταζόμαστε | να αντεξεταζόμαστε | ||
β' πληθ. | αντεξετάζεστε | αντεξεταζόσαστε αντεξεταζόσασταν |
θα αντεξετάζεστε | να αντεξετάζεστε | (αντεξετάζεστε) | |
γ' πληθ. | αντεξετάζονται | αντεξετάζονταν αντεξεταζόντουσαν |
θα αντεξετάζονται | να αντεξετάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντεξετάστηκα | θα αντεξεταστώ | να αντεξεταστώ | αντεξεταστεί | ||
β' ενικ. | αντεξετάστηκες | θα αντεξεταστείς | να αντεξεταστείς | αντεξετάσου | ||
γ' ενικ. | αντεξετάστηκε | θα αντεξεταστεί | να αντεξεταστεί | |||
α' πληθ. | αντεξεταστήκαμε | θα αντεξεταστούμε | να αντεξεταστούμε | |||
β' πληθ. | αντεξεταστήκατε | θα αντεξεταστείτε | να αντεξεταστείτε | αντεξεταστείτε | ||
γ' πληθ. | αντεξετάστηκαν αντεξεταστήκαν(ε) |
θα αντεξεταστούν(ε) | να αντεξεταστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντεξεταστεί | είχα αντεξεταστεί | θα έχω αντεξεταστεί | να έχω αντεξεταστεί | αντεξετασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αντεξεταστεί | είχες αντεξεταστεί | θα έχεις αντεξεταστεί | να έχεις αντεξεταστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντεξεταστεί | είχε αντεξεταστεί | θα έχει αντεξεταστεί | να έχει αντεξεταστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντεξεταστεί | είχαμε αντεξεταστεί | θα έχουμε αντεξεταστεί | να έχουμε αντεξεταστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντεξεταστεί | είχατε αντεξεταστεί | θα έχετε αντεξεταστεί | να έχετε αντεξεταστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντεξεταστεί | είχαν αντεξεταστεί | θα έχουν αντεξεταστεί | να έχουν αντεξεταστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντεξετάζομαι
|