Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντεξετάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αντεξετάζομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω
  2. παραβάλλομαι με κάτι, συγκρίνομαι
  3. αναμετριέμαι
  4. (νομικός όρος) αντιδικώ με κάποιον

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία