↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσοπροστασία οι ανοσοπροστασίες
      γενική της ανοσοπροστασίας των ανοσοπροστασιών
    αιτιατική την ανοσοπροστασία τις ανοσοπροστασίες
     κλητική ανοσοπροστασία ανοσοπροστασίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοσοπροστασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunoprotection. Μορφολογικά αναλύεται σε ανοσ(ία) + -ο- + προστασία.• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.no.so.pɾo.staˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νο‐σο‐προ‐στα‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοσοπροστασία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία