ανοσοπροστασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοσοπροστασία | οι | ανοσοπροστασίες |
γενική | της | ανοσοπροστασίας | των | ανοσοπροστασιών |
αιτιατική | την | ανοσοπροστασία | τις | ανοσοπροστασίες |
κλητική | ανοσοπροστασία | ανοσοπροστασίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανοσοπροστασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunoprotection. Μορφολογικά αναλύεται σε ανοσ(ία) + -ο- + προστασία.• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.no.so.pɾo.staˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νο‐σο‐προ‐στα‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανοσοπροστασία θηλυκό
- (ιατρική) η προστασία από τις επιδράσεις ενός αντιγόνου
- ※ Με βάση τις επίσημες αναφορές, το ήπαρ του δότη επάγει την ανοσοπροστασία της μεταμοσχευμένης καρδιάς, αλλά ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο συμβαίνει αυτό παραμένει άγνωστος.
- Ιστορική διπλή μεταμόσχευση σώζει τη ζωή 31χρονης, ertnews.gr, 14 Ιουλίου 2023
- ※ Με βάση τις επίσημες αναφορές, το ήπαρ του δότη επάγει την ανοσοπροστασία της μεταμοσχευμένης καρδιάς, αλλά ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο συμβαίνει αυτό παραμένει άγνωστος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανοσοπροστασία