ανισότιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανισότιμος < (ελληνιστική κοινή) ἀνισότιμος < ἰσότιμος < αρχαία ελληνική ἴσος + τιμή
Επίθετο
επεξεργασίαανισότιμος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανισότιμος
|
Δείτε επίσης : ἀνισότιμος |
ανισότιμος, -η, -ο
|