ανθρωπόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρωπόφιλος < μεσαιωνική ελληνική ανθρωπόφιλος < άνθρωπος + φίλος. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπό- + -φιλος
Επίθετο
επεξεργασίαανθρωπόφιλος, -η, -ο
- που προτιμάει τους ανθρώπους
- ※ Σύμφωνα με τον καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου της Αθήνας Νίκο Εμμανουήλ, ο αθόρυβος και ιδιαίτερα επίμονος «τίγρης» είναι ανθρωπόφιλος, τσιμπάει δηλαδή τον άνθρωπο και όχι διάφορα ζώα, όπως κάνουν άλλα είδη κουνουπιών. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανθρωπόφιλος
|