ανθρωποδύναμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθρωποδύναμη | οι | ανθρωποδυνάμεις |
γενική | της | ανθρωποδύναμης | των | ανθρωποδυνάμεων |
αιτιατική | την | ανθρωποδύναμη | τις | ανθρωποδυνάμεις |
κλητική | ανθρωποδύναμη | ανθρωποδυνάμεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανθρωποδύναμη < ανθρωπο- + δύναμη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική manpower
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρωποδύναμη θηλυκό
- (νεολογισμός) το ανθρώπινο δυναμικό μιας επιχείρησης, εταιρείας κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθρωποδύναμη