↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθοσκέπαστος η ανθοσκέπαστη το ανθοσκέπαστο
      γενική του ανθοσκέπαστου της ανθοσκέπαστης του ανθοσκέπαστου
    αιτιατική τον ανθοσκέπαστο την ανθοσκέπαστη το ανθοσκέπαστο
     κλητική ανθοσκέπαστε ανθοσκέπαστη ανθοσκέπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθοσκέπαστοι οι ανθοσκέπαστες τα ανθοσκέπαστα
      γενική των ανθοσκέπαστων των ανθοσκέπαστων των ανθοσκέπαστων
    αιτιατική τους ανθοσκέπαστους τις ανθοσκέπαστες τα ανθοσκέπαστα
     κλητική ανθοσκέπαστοι ανθοσκέπαστες ανθοσκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθοσκέπαστος < ανθο- + σκεπάζω, σκεπασ- + -τος → δείτε και τη λέξη σκεπαστός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανθοσκέπαστος, -η -ο

  • (λογοτεχνικό) σκπασμένος με λουλούδια, καλυμμένος από άνθη
    ※  Μή ζητήτε την αιτίαν τών πυκνών μου στεναγμάτων, ενώ στίλβει της ζωής μου ή χρυσέμβαφος αυγή, το πάν χαίρει και ελπίζει υπ' αισίων αισθημάτων, όταν δέχεται το έαρ ανθοσκέπαστος ή γή (Ποιηταί του 19ου αιώνα, Κωνσταντίνος Δημαράς, 1959, σελ. 337)
    ※  Απλωμένη φιλήδονα ανάμεσα σε δυο ηπείρους, ανάμεσα σε δύο θάλασσες, τόπος φεγγαρόλουστος και ηλιοθρεμμένος, προικισμένος με όλα τα καλούδια της φύσης, τόπος ανθοσκέπαστος και μοσχομύριστος. (Ένας περίπατος στο Βόσπορο... , στην Πόλη..., στην Ιστορία, Κ. Αδαμόπουλου, Ποντιακή Εστία, Οκτώβριος - Νοέμβριος - Δεκέμβριος, Περίοδος β’ - Χρόνος 35ος - Τεύχος 171... Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος, Περίοδος β’ - Χρόνος 35ος - Τεύχος 169, σελ. 286)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία