πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανηδονία οι ανηδονίες
      γενική της ανηδονίας των ανηδονιών
    αιτιατική την ανηδονία τις ανηδονίες
     κλητική ανηδονία ανηδονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανηδονία θηλυκό

  • (ψυχιατρική) η ανικανότητα βίωσης της ευχαρίστησης, της ηδονής
      Αν αρχίσατε να νιώθετε ανηδονία στην πορεία της ερωτικής σας ζωής, τότε σκεφτείτε μήπως συνέβη κάποιο γεγονός που σας επηρέασε (π.χ. αρνητική σεξουαλική εμπειρία, σχέση κακοποίησης ή εγκατάλειψης) ή περάσατε ένα διάστημα που είχατε αποχή από τη σεξουαλική πράξη ή παρουσιάσατε επεισόδιο κατάθλιψης. (Εφημερίδα Τα Νέα, 12/4/2013 *)

Μεταφράσεις

επεξεργασία