↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμολογικός η ανεμολογική το ανεμολογικό
      γενική του ανεμολογικού της ανεμολογικής του ανεμολογικού
    αιτιατική τον ανεμολογικό την ανεμολογική το ανεμολογικό
     κλητική ανεμολογικέ ανεμολογική ανεμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμολογικοί οι ανεμολογικές τα ανεμολογικά
      γενική των ανεμολογικών των ανεμολογικών των ανεμολογικών
    αιτιατική τους ανεμολογικούς τις ανεμολογικές τα ανεμολογικά
     κλητική ανεμολογικοί ανεμολογικές ανεμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεμολογικός < ανεμολόγ(ος) + -ικός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεμολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανεμολογικόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας