Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναστενάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναστενάρικ
ος
η
αναστενάρικ
η
το
αναστενάρικ
ο
γενική
του
αναστενάρικ
ου
της
αναστενάρικ
ης
του
αναστενάρικ
ου
αιτιατική
τον
αναστενάρικ
ο
την
αναστενάρικ
η
το
αναστενάρικ
ο
κλητική
αναστενάρικ
ε
αναστενάρικ
η
αναστενάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναστενάρικ
οι
οι
αναστενάρικ
ες
τα
αναστενάρικ
α
γενική
των
αναστενάρικ
ων
των
αναστενάρικ
ων
των
αναστενάρικ
ων
αιτιατική
τους
αναστενάρικ
ους
τις
αναστενάρικ
ες
τα
αναστενάρικ
α
κλητική
αναστενάρικ
οι
αναστενάρικ
ες
αναστενάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναστενάρικος
<
αναστενάρης
/
αναστενάρια
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
αναστενάρικος
που έχει
σχέση
με τον
αναστενάρη
ή τα
αναστενάρια
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναστενάρικος
ισπανικά
:
anhelante
(es)