Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστενάρικος η αναστενάρικη το αναστενάρικο
      γενική του αναστενάρικου της αναστενάρικης του αναστενάρικου
    αιτιατική τον αναστενάρικο την αναστενάρικη το αναστενάρικο
     κλητική αναστενάρικε αναστενάρικη αναστενάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστενάρικοι οι αναστενάρικες τα αναστενάρικα
      γενική των αναστενάρικων των αναστενάρικων των αναστενάρικων
    αιτιατική τους αναστενάρικους τις αναστενάρικες τα αναστενάρικα
     κλητική αναστενάρικοι αναστενάρικες αναστενάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστενάρικος < αναστενάρης / αναστενάρια + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

αναστενάρικος

  Μεταφράσεις επεξεργασία