αναπτυξιολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπτυξιολόγος < ανάπτυξ(η) + -ο- + -λόγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.pti.ksi.oˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πτυ‐ξι‐ο‐λό‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναπτυξιολόγος αρσενικό
- (νεολογισμός, ιατρική) γιατρός που ειδικεύεται στην ανάπτυξη του ανθρώπινου σώματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπτυξιολόγος
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr