Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αναπτυξιολόγος οι αναπτυξιολόγοι
      γενική του/της αναπτυξιολόγου των αναπτυξιολόγων
    αιτιατική τον/την αναπτυξιολόγο τους/τις αναπτυξιολόγους
     κλητική αναπτυξιολόγε αναπτυξιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπτυξιολόγος < ανάπτυξ(η) + -ο- + -λόγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.pti.ksi.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐πτυ‐ξι‐ο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναπτυξιολόγος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr