↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπνευστήρας οι αναπνευστήρες
      γενική του αναπνευστήρα των αναπνευστήρων
    αιτιατική τον αναπνευστήρα τους αναπνευστήρες
     κλητική αναπνευστήρα αναπνευστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπνευστήρας < άναπνευστήρ, λόγια λέξη που δημιούργησε η καθαρεύουσα για να αποδώσει τη γαλλική respirateur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπνευστήρας αρσενικό

  1. απλός σωλήνας με ανατομικό σχήμα που έχει άκρο (συχνά από σιλικόνη) το οποίο εφαρμόζει στο στόμα ενώ το άλλο του άκρο εξέχει από το νερό
  2. σωλήνας με ανατομικό σχήμα, με το ένα άκρο του να εφαρμόζει στο στόμα και το άλλο στη φιάλη οξυγόνου
  3. ειδική συσκευή για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής σε αναπνευστικά περιστατικά στα νοσοκομεία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία