respirateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- respirateur < respirer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
respirateur | respirateurs |
respirateur (fr) αρσενικό
- (ιατρική) ο αναπνευστήρας
ενικός | πληθυντικός |
respirateur | respirateurs |
respirateur (fr) αρσενικό