snorkel
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
snorkel | snorkels |
snorkel (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | snorkel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snorkels |
αόριστος | snorkelled (ΗΒ), snorkeled (ΗΠΑ) |
παθητική μετοχή | snorkelled (ΗΒ), snorkeled (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | snorkelling (ΗΒ), snorkeling (ΗΠΑ) |
snorkel (en)
- χρησιμοποιώ αναπνευστήρα για κολύμβηση ή απλή παρατήρηση βυθού