αναδεχτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναδεχτός < (αναδέχομαι) αναδεκ- + -τός με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης /kt/ > /xt/
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.ðeˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐δε‐χτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναδεχτός (θηλυκό αναδεχτή)
- άλλη μορφή του αναδεκτός
Πηγές
επεξεργασία- αναδεχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναδεχτός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας