Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναδεχτός οι αναδεχτοί
      γενική του αναδεχτού των αναδεχτών
    αιτιατική τον αναδεχτό τους αναδεχτούς
     κλητική αναδεχτέ αναδεχτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδεχτός < (αναδέχομαι) αναδεκ- + -τός με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης /kt/ > /xt/

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ðeˈxtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐δε‐χτός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναδεχτός (θηλυκό αναδεχτή)

  Πηγές επεξεργασία