αναβόσβημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβόσβημα < αναβοσβήνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβόσβημα ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αναβοσβήνω, ανάβω και σβήνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναβόσβημα
|