Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Μοντέρνα αμπάγια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμπάγια οι αμπάγιες
      γενική της αμπάγιας
    αιτιατική την αμπάγια τις αμπάγιες
     κλητική αμπάγια αμπάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπάγια < αγγλική abaya < αραβική عباية (ʿabāya)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπάγια θηλυκό

  • (ενδυμασία) παραδοσιακή φορεσιά μουσλουλμανίδων, που καλύπτει όλο το σώμα (εκτός από το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια)
    Η υπουργός πολιτισμού εμφανίζεται στη φωτογραφία φορώντας την παραδοσιακή αμπάγια που φορούν οι γυναίκες στη χώρα αυτή, προκαλώντας καυστικά σχόλια από πολλούς χρήστες του Διαδικτύου. (*)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • abaya στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία