αμορφοποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμορφοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή, δεν έχει μορφοποιηθεί έτσι όπως κανονικά θα έπρεπε, που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία του (κείμενο, ύλη, θεωρία κ.λπ.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμορφοποίητος
|