↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανορωσικός η αμερικανορωσική το αμερικανορωσικό
      γενική του αμερικανορωσικού της αμερικανορωσικής του αμερικανορωσικού
    αιτιατική τον αμερικανορωσικό την αμερικανορωσική το αμερικανορωσικό
     κλητική αμερικανορωσικέ αμερικανορωσική αμερικανορωσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανορωσικοί οι αμερικανορωσικές τα αμερικανορωσικά
      γενική των αμερικανορωσικών των αμερικανορωσικών των αμερικανορωσικών
    αιτιατική τους αμερικανορωσικούς τις αμερικανορωσικές τα αμερικανορωσικά
     κλητική αμερικανορωσικοί αμερικανορωσικές αμερικανορωσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμερικανορωσικός < αμερικανο- + ρωσικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.ɾo.siˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νο‐ρω‐σι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αμερικανορωσικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με ΗΠΑ και Ρωσία
    ⮡ αμερικανορωσικές σχέσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία