↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανοεβραϊκός η αμερικανοεβραϊκή το αμερικανοεβραϊκό
      γενική του αμερικανοεβραϊκού της αμερικανοεβραϊκής του αμερικανοεβραϊκού
    αιτιατική τον αμερικανοεβραϊκό την αμερικανοεβραϊκή το αμερικανοεβραϊκό
     κλητική αμερικανοεβραϊκέ αμερικανοεβραϊκή αμερικανοεβραϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανοεβραϊκοί οι αμερικανοεβραϊκές τα αμερικανοεβραϊκά
      γενική των αμερικανοεβραϊκών των αμερικανοεβραϊκών των αμερικανοεβραϊκών
    αιτιατική τους αμερικανοεβραϊκούς τις αμερικανοεβραϊκές τα αμερικανοεβραϊκά
     κλητική αμερικανοεβραϊκοί αμερικανοεβραϊκές αμερικανοεβραϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμερικανοεβραϊκός < Αμερικανοεβρα(ίος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.e.vɾaiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νο‐ε‐βραϊ‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αμερικανοεβραϊκός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία