Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμαυρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αμαυρότητ
α
οι
αμαυρότητ
ες
γενική
της
αμαυρότητ
ας
των
αμαυροτήτ
ων
αιτιατική
την
αμαυρότητ
α
τις
αμαυρότητ
ες
κλητική
αμαυρότητ
α
αμαυρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμαυρότητα
<
αρχαία ελληνική
ἀμαυρότης
<
ἀμαυρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμαυρότητα
θηλυκό
θαμπάδα
,
θολότητα
(
μεταφορικά
)
ασάφεια
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αμαυρός
και
μαύρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμαυρότητα
αγγλικά
:
dimness
(en)
,
obscurity
(en)