Δείτε επίσης: ἀμανίτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμανίτης οι αμανίτες
      γενική του αμανίτη των αμανιτών
    αιτιατική τον αμανίτη τους αμανίτες
     κλητική αμανίτη αμανίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμανίτης αρσενικό

  1. (μυκητολογία) είδος μανιταριού
  2. (μυκητολογία) (συνεκδοχικά) μανιτάρι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.