↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαλγαματικός η αμαλγαματική το αμαλγαματικό
      γενική του αμαλγαματικού της αμαλγαματικής του αμαλγαματικού
    αιτιατική τον αμαλγαματικό την αμαλγαματική το αμαλγαματικό
     κλητική αμαλγαματικέ αμαλγαματική αμαλγαματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαλγαματικοί οι αμαλγαματικές τα αμαλγαματικά
      γενική των αμαλγαματικών των αμαλγαματικών των αμαλγαματικών
    αιτιατική τους αμαλγαματικούς τις αμαλγαματικές τα αμαλγαματικά
     κλητική αμαλγαματικοί αμαλγαματικές αμαλγαματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

αμαλγαματικός, , < αμάλγαμα + -ικός, -ική, -ικό

  Επίθετο

επεξεργασία

αμαλγαματικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
βλ. κραματικός