αμαλγαματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασίααμαλγαματικός, -ή, -ό < αμάλγαμα + -ικός, -ική, -ικό
Επίθετο
επεξεργασίααμαλγαματικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
βλ. κραματικός
/?/
αμαλγαματικός, -ή, -ό < αμάλγαμα + -ικός, -ική, -ικό
αμαλγαματικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
βλ. κραματικός