Δείτε επίσης: άλογα, ἄλογα, αλογά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλόγα οι αλόγες
      γενική της αλόγας
    αιτιατική την αλόγα τις αλόγες
     κλητική αλόγα αλόγες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλόγα < άλογ(ο) + κατάληξη θηλυκού

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈlo.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λό‐γα
τονικά παρώνυμα: τα άλογα, του αλογά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλόγα θηλυκό

  1. (μεταφορικά, μειωτικό) ψηλή, μεγαλόσωμη και άγαρμπη γυναίκα [1][2]
  2. (σπανιότερα) το θηλυκό άλογο [3]
     συνώνυμα: αλογίνα, φοράδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αλόγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αλόγαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. αλόγαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας