αλόγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλόγα | οι | αλόγες |
γενική | της | αλόγας | — | |
αιτιατική | την | αλόγα | τις | αλόγες |
κλητική | αλόγα | αλόγες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈlo.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λό‐γα
- τονικά παρώνυμα: τα άλογα, του αλογά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλόγα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλόγα
|
αλόγα
→ δείτε τη λέξη φοράδα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλόγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αλόγα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αλόγα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας