αλυσοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλυσοειδής | η | αλυσοειδής | το | αλυσοειδές |
γενική | του | αλυσοειδούς* | της | αλυσοειδούς | του | αλυσοειδούς |
αιτιατική | τον | αλυσοειδή | την | αλυσοειδή | το | αλυσοειδές |
κλητική | αλυσοειδή(ς) | αλυσοειδής | αλυσοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλυσοειδείς | οι | αλυσοειδείς | τα | αλυσοειδή |
γενική | των | αλυσοειδών | των | αλυσοειδών | των | αλυσοειδών |
αιτιατική | τους | αλυσοειδείς | τις | αλυσοειδείς | τα | αλυσοειδή |
κλητική | αλυσοειδείς | αλυσοειδείς | αλυσοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.so.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λυ‐σο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασία- που μοιάζει με αλυσίδα
- που εξετάζει την φυσική καμπύλωση υπό βαρύτητα αιωρούμενης ιδανικής αλυσίδας με στερεωμένα άκρα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Catenary στην αγγλική Βικιπαίδεια