αλουμινίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλουμινίτης < αγγλική aluminite < aluminium / aluminum < λατινική alumen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂elud-
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλουμινίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) μαλακό και εύθρυπτο ορυκτό (ένυδρο θειικό αργίλιο: Al2SO4(OH)4·7(H2O)) με βελονοειδείς απολήξεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλουμινίτης