Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλμυρίκι τα αλμυρίκια
      γενική του αλμυρικιού των αλμυρικιών
    αιτιατική το αλμυρίκι τα αλμυρίκια
     κλητική αλμυρίκι αλμυρίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλμυρίκι < αρχαία ελληνική μυρίκη (με παρετυμολόγηση από το αλμυρός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλμυρίκι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία