αλμυρίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλμυρίκι | τα | αλμυρίκια |
γενική | του | αλμυρικιού | των | αλμυρικιών |
αιτιατική | το | αλμυρίκι | τα | αλμυρίκια |
κλητική | αλμυρίκι | αλμυρίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλμυρίκι < αρχαία ελληνική μυρίκη (με παρετυμολόγηση από το αλμυρός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλμυρίκι ουδέτερο
- (φυτό) δέντρο ή θάμνος (Ταμαρίς, Tamarix) αυτοφυές παραθαλάσσιων περιοχών, ανθεκτικό σε αλατούχα εδάφη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αλμυρίκι στη Βικιπαίδεια