Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλλόπιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλλόπιστ
ος
η
αλλόπιστ
η
το
αλλόπιστ
ο
γενική
του
αλλόπιστ
ου
της
αλλόπιστ
ης
του
αλλόπιστ
ου
αιτιατική
τον
αλλόπιστ
ο
την
αλλόπιστ
η
το
αλλόπιστ
ο
κλητική
αλλόπιστ
ε
αλλόπιστ
η
αλλόπιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλλόπιστ
οι
οι
αλλόπιστ
ες
τα
αλλόπιστ
α
γενική
των
αλλόπιστ
ων
των
αλλόπιστ
ων
των
αλλόπιστ
ων
αιτιατική
τους
αλλόπιστ
ους
τις
αλλόπιστ
ες
τα
αλλόπιστ
α
κλητική
αλλόπιστ
οι
αλλόπιστ
ες
αλλόπιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλλόπιστος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αλλόπιστος, -η, -ο
που
πιστεύει
σε άλλη
θρησκεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλλόπιστος