Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλλοιώσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλλοιώσιμ
ος
η
αλλοιώσιμ
η
το
αλλοιώσιμ
ο
γενική
του
αλλοιώσιμ
ου
της
αλλοιώσιμ
ης
του
αλλοιώσιμ
ου
αιτιατική
τον
αλλοιώσιμ
ο
την
αλλοιώσιμ
η
το
αλλοιώσιμ
ο
κλητική
αλλοιώσιμ
ε
αλλοιώσιμ
η
αλλοιώσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλλοιώσιμ
οι
οι
αλλοιώσιμ
ες
τα
αλλοιώσιμ
α
γενική
των
αλλοιώσιμ
ων
των
αλλοιώσιμ
ων
των
αλλοιώσιμ
ων
αιτιατική
τους
αλλοιώσιμ
ους
τις
αλλοιώσιμ
ες
τα
αλλοιώσιμ
α
κλητική
αλλοιώσιμ
οι
αλλοιώσιμ
ες
αλλοιώσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλλοιώσιμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αλλοιώσιμος, -η, -ο
που επιδέχεται αλλοίωση, που μπορεί να
αλλοιωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλλοιώσιμος
αγγλικά
:
alterable
(en)