αλιβεριώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλιβεριώτικος < Αλιβεριώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.veɾˈʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι‐βε‐ριώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίααλιβεριώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Αλιβέρι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλιβεριώτικος
|