↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλιβεριώτικος η αλιβεριώτικη το αλιβεριώτικο
      γενική του αλιβεριώτικου της αλιβεριώτικης του αλιβεριώτικου
    αιτιατική τον αλιβεριώτικο την αλιβεριώτικη το αλιβεριώτικο
     κλητική αλιβεριώτικε αλιβεριώτικη αλιβεριώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλιβεριώτικοι οι αλιβεριώτικες τα αλιβεριώτικα
      γενική των αλιβεριώτικων των αλιβεριώτικων των αλιβεριώτικων
    αιτιατική τους αλιβεριώτικους τις αλιβεριώτικες τα αλιβεριώτικα
     κλητική αλιβεριώτικοι αλιβεριώτικες αλιβεριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλιβεριώτικος < Αλιβεριώτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.li.veɾˈʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λι‐βε‐ριώ‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

αλιβεριώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με το Αλιβέρι ή τους κατοίκους του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία