αλαβάστρινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλαβάστρινος < (ελληνιστική κοινή) ἀλαβάστρινος
Επίθετο επεξεργασία
αλαβάστρινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από αλάβαστρο
- (μεταφορικά) όμοιος με αλάβαστρο, λευκός και πολύ όμορφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλαβάστρινος
|