Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλαβάστρινος η αλαβάστρινη το αλαβάστρινο
      γενική του αλαβάστρινου της αλαβάστρινης του αλαβάστρινου
    αιτιατική τον αλαβάστρινο την αλαβάστρινη το αλαβάστρινο
     κλητική αλαβάστρινε αλαβάστρινη αλαβάστρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλαβάστρινοι οι αλαβάστρινες τα αλαβάστρινα
      γενική των αλαβάστρινων των αλαβάστρινων των αλαβάστρινων
    αιτιατική τους αλαβάστρινους τις αλαβάστρινες τα αλαβάστρινα
     κλητική αλαβάστρινοι αλαβάστρινες αλαβάστρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαβάστρινος < (ελληνιστική κοινή) ἀλαβάστρινος

  Επίθετο επεξεργασία

αλαβάστρινος, -η, -ο

  1. φτιαγμένος από αλάβαστρο
  2. (μεταφορικά) όμοιος με αλάβαστρο, λευκός και πολύ όμορφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία