↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακόλλητος η ακόλλητη το ακόλλητο
      γενική του ακόλλητου της ακόλλητης του ακόλλητου
    αιτιατική τον ακόλλητο την ακόλλητη το ακόλλητο
     κλητική ακόλλητε ακόλλητη ακόλλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακόλλητοι οι ακόλλητες τα ακόλλητα
      γενική των ακόλλητων των ακόλλητων των ακόλλητων
    αιτιατική τους ακόλλητους τις ακόλλητες τα ακόλλητα
     κλητική ακόλλητοι ακόλλητες ακόλλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακόλλητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀκόλλητος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈko.li.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κόλ‐λη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακόλλητος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία