ακτινοστόλιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακτινοστόλιστος -η -ο
- οτιδήποτε κοσμείται με ακτίνες
- ο στολισμένος με ακτίνες
- * το άγαλμα της ελευθερίας είναι ακτινοστόλιστο
- * ακτινοστόλιστο στέμμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακτινοστόλιστος
|