ακροφωνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακροφωνικός < ακροφων- + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ακροφωνικός
- που αφορά το ακραίο γράμμα (φώνημα) μιας λέξης
- ακροφωνικό σύστημα γλώσσας: σύστημα γραφής στο οποίο η προφορά του κάθε γράμματος προέρχεται από την προφορά του αρχικού γράμματος τής λέξης που το δηλώνει ως γραφικό σύμβολό του
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακροφωνικός