ακρυλικό
(Ανακατεύθυνση από ακριλικό)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακρυλικό | τα | ακρυλικά |
γενική | του | ακρυλικού | των | ακρυλικών |
αιτιατική | το | ακρυλικό | τα | ακρυλικά |
κλητική | ακρυλικό | ακρυλικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακρυλικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακρυλικό