↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρηπίδωτος η ακρηπίδωτη το ακρηπίδωτο
      γενική του ακρηπίδωτου της ακρηπίδωτης του ακρηπίδωτου
    αιτιατική τον ακρηπίδωτο την ακρηπίδωτη το ακρηπίδωτο
     κλητική ακρηπίδωτε ακρηπίδωτη ακρηπίδωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρηπίδωτοι οι ακρηπίδωτες τα ακρηπίδωτα
      γενική των ακρηπίδωτων των ακρηπίδωτων των ακρηπίδωτων
    αιτιατική τους ακρηπίδωτους τις ακρηπίδωτες τα ακρηπίδωτα
     κλητική ακρηπίδωτοι ακρηπίδωτες ακρηπίδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακρηπίδωτος < α- + κρηπιδώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακρηπίδωτος, -η, -ο[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ακρηπίδωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)