ακετονουρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακετονουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acetonuria < λατινική acetum (< aceo) + αρχαία ελληνική οὖρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακετονουρία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακετονουρία