οξονουρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξονουρία < οξόνη + ουρία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acetonuria)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οξονουρία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξονουρία
|
οξονουρία θηλυκό
|