ακήπευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακήπευτος < ελληνιστική κοινή ἀκήπευτος
Επίθετο επεξεργασία
ακήπευτος
- που δεν έχει κηπευτεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακήπευτος
ακήπευτος