↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισχυλικός η αισχυλική το αισχυλικό
      γενική του αισχυλικού της αισχυλικής του αισχυλικού
    αιτιατική τον αισχυλικό την αισχυλική το αισχυλικό
     κλητική αισχυλικέ αισχυλική αισχυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισχυλικοί οι αισχυλικές τα αισχυλικά
      γενική των αισχυλικών των αισχυλικών των αισχυλικών
    αιτιατική τους αισχυλικούς τις αισχυλικές τα αισχυλικά
     κλητική αισχυλικοί αισχυλικές αισχυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αισχυλικός < Αισχύλ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.sçi.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐σχυ‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αισχυλικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία