↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθητιστικός η αισθητιστική το αισθητιστικό
      γενική του αισθητιστικού της αισθητιστικής του αισθητιστικού
    αιτιατική τον αισθητιστικό την αισθητιστική το αισθητιστικό
     κλητική αισθητιστικέ αισθητιστική αισθητιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθητιστικοί οι αισθητιστικές τα αισθητιστικά
      γενική των αισθητιστικών των αισθητιστικών των αισθητιστικών
    αιτιατική τους αισθητιστικούς τις αισθητιστικές τα αισθητιστικά
     κλητική αισθητιστικοί αισθητιστικές αισθητιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αισθητιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αισθητιστικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον αισθητισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    ※  Ο Ξενόπουλος το 1890 αποσυνδέει την τέχνη από την ηθική, αλλά από την άλλη οπτική γωνία, νατουραλιστική και όχι αισθητιστική όπως του Επισκοπόπουλου (Νικόλαος Μαυρέλος, διδακτορική διατριβή, Οι κοσμοπολίτες και οι φουστανελοφόροι: Το ελληνόγλωσσο κριτικό έργο του Νικόλαου Επισκοπόπουλου, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κύπρου, σελ. 284 (ανακτήθηκε στις 10/9/2022) [1]
    ※  Επομένως και στα τρία παραπάνω πεζά ποιήματα, από τεχνοτροπική άποψη, ο αισθητιστικός συμβολισμός συνδιαλέγεται με τον εσωτερισμό (Άννα Κατσιγιάννη, Πτυχές του καβαφικού μοντερνισμού: Τα «αποσιωπημένα» πεζά προβλήματα Σύγκριση / Comparaison 9, 1998, σελ. 99 [2])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία