Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμολακρία οι αιμολακρίες
      γενική της αιμολακρίας των αιμολακριών
    αιτιατική την αιμολακρία τις αιμολακρίες
     κλητική αιμολακρία αιμολακρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμολακρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική haemolacria < αρχαία ελληνική αἷμα + λατινική lacrima (δάκρυ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.mo.laˈkri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μο‐λα‐κρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιμολακρία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία