Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοεπαγρύπνηση οι αιμοεπαγρυπνήσεις
      γενική της αιμοεπαγρύπνησης των αιμοεπαγρυπνήσεων
    αιτιατική την αιμοεπαγρύπνηση τις αιμοεπαγρυπνήσεις
     κλητική αιμοεπαγρύπνηση αιμοεπαγρυπνήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμοεπαγρύπνηση (νεολογισμός) < αιμο- + επαγρύπνηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιμοεπαγρύπνηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία