Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιθανοδιόλη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αιθανοδιόλ
η
οι
αιθανοδιόλ
ες
γενική
της
αιθανοδιόλ
ης
των
αιθανοδιολ
ών
αιτιατική
την
αιθανοδιόλ
η
τις
αιθανοδιόλ
ες
κλητική
αιθανοδιόλ
η
αιθανοδιόλ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιθανοδιόλη
<
αγγλική
ethylenediol
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιθανοδιόλη
θηλυκό
(
χημεία
)
οργανική
ένωση
,
άκυκλη
,
κορεσμένη
,
δισθενής
αλκοόλη
Δείτε επίσης
επεξεργασία
1,2-αιθανοδιόλη
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιθανοδιόλη
αγγλικά
:
ethylenediol
(en)