αιδηψιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιδηψιώτικος < Αιδηψιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ðiˈpsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐δη‐ψιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
αιδηψιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Αιδηψό ή τους κατοίκους της
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιδηψιώτικος
|