αηδόνα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αηδόνα | οι | αηδόνες |
γενική | της | αηδόνας | — | |
αιτιατική | την | αηδόνα | τις | αηδόνες |
κλητική | αηδόνα | αηδόνες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αηδόνα θηλυκό
- (ορνιθολογία) το θηλυκό αηδόνι
- (μεταφορικά) γυναίκα με εξαιρετική φωνή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αηδόνα