Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αερεπίγειος η αερεπίγεια το αερεπίγειο
      γενική του αερεπίγειου της αερεπίγειας του αερεπίγειου
    αιτιατική τον αερεπίγειο την αερεπίγεια το αερεπίγειο
     κλητική αερεπίγειε αερεπίγεια αερεπίγειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αερεπίγειοι οι αερεπίγειες τα αερεπίγεια
      γενική των αερεπίγειων των αερεπίγειων των αερεπίγειων
    αιτιατική τους αερεπίγειους τις αερεπίγειες τα αερεπίγεια
     κλητική αερεπίγειοι αερεπίγειες αερεπίγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερεπίγειος < αέρας + επίγειος

  Επίθετο επεξεργασία

αερεπίγειος

  • που αφορά τον αέρα και τη γη, που γίνεται μεταξύ αέρα και γης
    αερεπίγειας επικοινωνίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία