Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεραντλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αεραντλί
α
οι
αεραντλί
ες
γενική
της
αεραντλί
ας
των
αεραντλι
ών
αιτιατική
την
αεραντλί
α
τις
αεραντλί
ες
κλητική
αεραντλί
α
αεραντλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεραντλία
(
μεταφραστικό δάνειο
) αγγλ.
air pump
<
αέρας
+
αντλία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αεραντλία
θηλυκό
αντλία
αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεραντλία
αγγλικά
:
air pump
(en)
βρετονικά
:
pompe à air
(br)