Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεραγηματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αεραγηματικ
ός
η
αεραγηματικ
ή
το
αεραγηματικ
ό
γενική
του
αεραγηματικ
ού
της
αεραγηματικ
ής
του
αεραγηματικ
ού
αιτιατική
τον
αεραγηματικ
ό
την
αεραγηματικ
ή
το
αεραγηματικ
ό
κλητική
αεραγηματικ
έ
αεραγηματικ
ή
αεραγηματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αεραγηματικ
οί
οι
αεραγηματικ
ές
τα
αεραγηματικ
ά
γενική
των
αεραγηματικ
ών
των
αεραγηματικ
ών
των
αεραγηματικ
ών
αιτιατική
τους
αεραγηματικ
ούς
τις
αεραγηματικ
ές
τα
αεραγηματικ
ά
κλητική
αεραγηματικ
οί
αεραγηματικ
ές
αεραγηματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεραγηματικός
< (
αεράγημα
) αερατηγηματ- +
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αεραγηματικός, -ή, -ό
(
στρατιωτικός όρος
,
αεροπορικός όρος
) σχετικός με
αεράγημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεραγηματικός