αειμακάριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααειμακάριστος, -η, -ο
- που αξίζει να τον μακαρίζει κανείς για πάντα
- (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αειμακάριστος
|