↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αειμακάριστος η αειμακάριστη το αειμακάριστο
      γενική του αειμακάριστου της αειμακάριστης του αειμακάριστου
    αιτιατική τον αειμακάριστο την αειμακάριστη το αειμακάριστο
     κλητική αειμακάριστε αειμακάριστη αειμακάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αειμακάριστοι οι αειμακάριστες τα αειμακάριστα
      γενική των αειμακάριστων των αειμακάριστων των αειμακάριστων
    αιτιατική τους αειμακάριστους τις αειμακάριστες τα αειμακάριστα
     κλητική αειμακάριστοι αειμακάριστες αειμακάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αειμακάριστος < αεί + μακαρίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

αειμακάριστος, -η, -ο

  1. που αξίζει να τον μακαρίζει κανείς για πάντα
  2. (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία