αδρομισθία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδρομισθία < αδρόμισθος + -ία < (ελληνιστική κοινή) ἁδρόμισθος < ἁδρός + μισθός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδρομισθία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- αδρόμισθος
- → δείτε τις λέξεις αδρός και μισθός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδρομισθία
|